- κακοβάκχευτος
- κᾰκο-βάκχευτος, ον,A = ἀβάκχευτος, Sch.E.Or.316, 319.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακοβάκχευτον — κακοβάκχευτος masc/fem acc sg κακοβάκχευτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)